παρακατακλινω

παρακατακλινω
    παρακατακλίνω
    παρα-κατακλίνω
    (ῑ) класть рядом в постель
    

(τινά τινι Aeschin., Luc.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "παρακατακλινω" в других словарях:

  • παρακατακλίνω — Α βάζω κάποιον να ξαπλώσει δίπλα σε κάποιον («ἀλλ οὐ Κνωσίωνι τὴν ἑαυτοῡ γυναίκα παρακατακλίνων», Αισχίν.) …   Dictionary of Greek

  • παρακατακλῖναι — παρακατακλίνω lay down beside aor inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακατακλίνει — παρακατακλί̱νει , παρακατακλίνω lay down beside aor subj act 3rd sg (epic) παρακατακλί̱νει , παρακατακλίνω lay down beside pres ind mp 2nd sg παρακατακλί̱νει , παρακατακλίνω lay down beside pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακατακλινόμενον — παρακατακλῑνόμενον , παρακατακλίνω lay down beside pres part mp masc acc sg παρακατακλῑνόμενον , παρακατακλίνω lay down beside pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακατακλίνωμεν — παρακατακλί̱νωμεν , παρακατακλίνω lay down beside aor subj act 1st pl παρακατακλί̱νωμεν , παρακατακλίνω lay down beside pres subj act 1st pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακατέκλινε — παρακατέκλῑνε , παρακατακλίνω lay down beside aor ind act 3rd sg παρακατέκλῑνε , παρακατακλίνω lay down beside imperf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπαρακατέκλινε — συμπαρακατέκλῑνε , σύν παρακατακλίνω lay down beside aor ind act 3rd sg συμπαρακατέκλῑνε , σύν παρακατακλίνω lay down beside imperf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλίνω — (AM κλίνω, Α αιολ. τ. κλίννω) 1. (μτβ.) κάνω κάποιον ή κάτι να στραφεί ή να γείρει πλάγια ή προς τα κάτω, τό γέρνω, τό πλαγιάζω ή λυγίζω, κάμπτω κάτι (α. «ο δυνατός άνεμος έκλινε τους κορμούς τών δέντρων» β. «ἐπὴν κλίνῃσι τάλαντα Ζεύς» όταν ο… …   Dictionary of Greek

  • συμπαρακατακλίνω — Α βάζω κάποιον να πλαγιάσει για να κοιμηθεί, κατακλίνω κάποιον κοντά σε κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + παρακατακλίνω «βάζω κάποιον να ξαπλώσει δίπλα σε κάποιον»] …   Dictionary of Greek

  • παρακατακλιθῆναι — παρακατακλῐθῆναι , παρακατακλίνω lay down beside aor inf pass …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακατακλινεῖν — παρακατακλῐνεῖν , παρακατακλίνω lay down beside fut inf act (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»